- ευσύμβολος
- εὐσύμβολος και εὐξύμβολος, -ον (Α)1. αυτός που μαντεύεται ή εξηγείται εύκολα («εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι», Αισχύλ.)2. εκείνος που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, ο αίσιος3. έντιμος στις συναλλαγές4. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έλθει σε συμβιβασμό εύκολα ανάλογα με τις συνθήκες («εὐξύμβολοι δίκαι» — δίκες στις οποίες παρέχεται εύκολη διαιτησία, Αισχύλ.)5. αυτός που συνεισφέρει τη συμβολή του εύκολα.επίρρ...εὐσυμβόλως (Α)με τρόπο ευοίωνο, αίσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σύμ-βολον (< συμ-βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.